- μεταξάδικο
- το1. μεταξουργείο2. κατάστημα πώλησης μέταξας ή μεταξωτών υφασμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταξάδικο — το το μεταξουργείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)